- φουσκώνω
- φούσκωσα, φουσκώθηκα, φουσκωμένος1. μτβ., εξογκώνω, διογκώνω κάτι σαν φούσκα, φυσώ σε κάτι αέρα (ή αέριο) και το κάνω φούσκα: Φουσκώνω το μπαλόνι.2. (για καραβόπανα), κολπώνω, κυρτώνω: Εφούσκωνε τ' αγέρι λευκότατα πανιά (Δ. Σολωμός).3. διευρύνω, πρήζω: Αυτό το φαΐ μού φούσκωσε το στομάχι.4. κυριολ. και μτφ., εξογκώνω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλω, παρουσιάζω τα πράγματα υπερβολικά: Τον φούσκωσε το λογαριασμό.5. μτφ., ερεθίζω, εξοργίζω: Με φούσκωσε με την αναίδειά του.6. (για γυναίκα), κάνω κάποιον έγκυο, γκαστρώνω: Τη φούσκωσε ο λεγάμενός της.7. σε όλες τις παραπάνω έννοιες και ως αμτβ.: Το μπαλόνι αρκετά πια φούσκωσε. – Τα πανιά της βάρκας φουσκώνουν απ' το μαΐστρο. – Φούσκωσα απ' το πολύ φαΐ. – Απ' τις σαμπάνιες ο λογαριασμός φούσκωσε. – Φούσκωσε απ' το κακό του. – Μετά το γάμο της φούσκωσε και θα γεννήσει. – Φούσκωσε απ' το τρέξιμο.8. μτφ., περηφανεύομαι, κορδώνομαι: Φουσκώνει σαν γαλοπούλα.9. (για δέντρα), διογκώνομαι από οργασμό για βλάστηση, πετάω μάτια, είμαι στις φουσκοδεντριές μου: Κάθε δεντρί με νέο χυμό φουσκώνει (Ι. Γρυπάρης).10. (για θάλασσα), έχω τρικυμία, έχω μεγάλα κύματα: Η θάλασσ' αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει (Κ. Παλαμάς).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.